-
1 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение